ξεστρωμένος

ξεστρωμένος
η , ο см. ξέστρωτος

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ξεστρωμένος" в других словарях:

  • ξέστρωτος — η, ο [ξεστρώνω] 1. αυτός που δεν είναι στρωμένος, που δεν έχει στρωθεί, ξεστρωμένος, άστρωτος, χωρίς στρώμα, χωρίς στρωσίδι, χωρίς κάλυμμα 2. (για υποζύγια) αυτός που δεν έχει σαμάρι, ξεσαμάρωτος 3. φρ. «ξέστρωτος γάιδαρος» (για πρόσ.)… …   Dictionary of Greek

  • ξεστρώνομαι — ξεστρώνομαι, ξεστρώθηκα, ξεστρωμένος βλ. πίν. 4 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ξέστρωτος — η, ο 1. αυτός από τον οποίο αφαιρέθηκε το κάλυμμα, ο ξεστρωμένος. 2. αυτός που δεν είναι στρωμένος, ο άστρωτος: Έχουμε ακόμη ξέστρωτη την αυλή. 3. για ζώο, το ξεσαμάρωτο. 4. για κρεβάτι ή τραπέζι, αυτό που δεν έχει τίποτε επάνω: Το φαγητό είναι… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξεστρώνω — ξέστρωσα, ξεστρώθηκα, ξεστρωμένος 1. βγάζω το στρώμα ή το κάλυμμα επίπλου: Ξέστρωσα τα κρεβάτια. 2. χαλνώ την τακτοποίηση: Ξεστρώσαμε την αυλή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»